Verbindlichkeit - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Verbindlichkeit - translation to Αγγλικά


Verbindlichkeit         
n. courtesy, politeness, good manners; obligation, commitment, liability
financial liability      
finanzielle Verbindlichkeiten
blandness      
n. Verbindlichkeit, Höflichkeit

Βικιπαίδεια

Verbindlichkeit
Unter einer Verbindlichkeit versteht das Schuldrecht die Verpflichtung des Schuldners, dem Gläubiger gegenüber eine Leistung zu erbringen. Der Verbindlichkeit des Schuldners steht die Forderung des Gläubigers gegenüber.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Verbindlichkeit
1. Die rechtliche Verbindlichkeit fanden die Krankenversicherer zu weitgehend.
2. Völkerrechtliche Verbindlichkeit hat die 1''6 vereinbarte Wiener Absichtserklärung nicht, weil es keinen entsprechenden Vertrag gibt.
3. In Fulda sprachen die Bischöfe am Donnerstag über das Thema sexueller Missbrauch und Verbindlichkeit der Leitlinien.
4. Dabei hat sich Hayden seine Verbindlichkeit und seinen freundlichen Umgangston bewahrt.
5. Eine Alternative zu diesem Trio könnte die Swiss Life darstellen – trotz der eingeschränkten Verbindlichkeit des Rentenfaktors.